- επικαταλαμβάνω
- ἐπικαταλαμβάνω (AM)ακολουθώντας κάτι τό καταλαμβάνω, τό προφθάνωαρχ.1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.)2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω3. γραμμ. παθ. επικαταλαμβάνομαι (για σημεία) είμαι καταληπτός4. ανακαλύπτω5. συνεχίζω να υπάρχω6. έρχομαι, φθάνω, επέρχομαι7. (για καρπό) σχηματίζομαι πριν ωριμάσει ο καρπός τού περασμένου έτους.
Dictionary of Greek. 2013.